Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν

См. также в других словарях:

  • πρόσθεση — η / πρόσθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α [προστίθημι] 1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῡ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ. β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»